- επιμωμώμαι
- ἐπιμωμῶμαι (Α)κατηγορώ επί πλέον κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιμωμητός — ἐπιμωμητός, ή, όν (Α) [επιμωμώμαι] αξιόμεμπτος … Dictionary of Greek